πηλότροφος

πηλότροφος
-ον, Α
αυτός που μεγάλωσε, που συνήθισε τη λάσπη ή το πολύ μαλακό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -τροφος (< τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηλότροφον — πηλότροφος reared in mud masc/fem acc sg πηλότροφος reared in mud neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”